- ἀθέατοι
- ἀθέᾱτοι , ἀθέατοςunseenmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
αποφυλλωτικά — Ουσίες που έχουν την ικανότητα να καταστρέφουν το φύλλωμα των δέντρων. Χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στον πόλεμο του Βιετνάμ για να εμποδίζουν τους Βιετκόνγκ να μετακινούνται αθέατοι από την αεροπορία … Dictionary of Greek
Γκράμι, βραβεία — (Grammy awards). Θεσμός μουσικών βραβείων της αμερικανικής δισκογραφικής βιομηχανίας. Η ιδέα για τα β.Γ., ως κάτι αντίστοιχο των βραβείων Όσκαρ της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αλλά για τον μουσικό χώρο, υλοποιήθηκε το 1957 από μια ομάδα… … Dictionary of Greek